- αρδμός
- ἀρδμός, ο (Α) [άρδω]1. τρόποι, μέσα ποτίσματος2. τόπος ποτίσματος, ποτίστρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρδμός — means of watering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρδμοί — ἀρδμός means of watering masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρδμόν — ἀρδμός means of watering masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρδηθμός — ἀρδηθμός, ο (Α) άρδευση, πότισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του αρδμός] … Dictionary of Greek